- ἀγκλίνω
- ἀγκλίνω, and [full] ἄγκλιμα, τό, poet. for ἀνακλ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άγκλιμα — το (Α ἄγκλιμα) νεοελλ. συνήθως στον πληθ. τα αγκλίματα 1. κρεβάτι σε πλοίο, κάτω από το οποίο τοποθετούνται συνήθως δύο ή τρία συρτάρια (αλλιώς κουκέτα) 2. κάθισμα σε τραίνο, που μετατρέπεται σε κρεβάτι αρχ. ποιητικός τύπος αντί ανάκλισμα*.… … Dictionary of Greek